Πως μ'αγαπάς το διάβασα σ'ενός αρνιού τη σπάλα μα εγώ για να βεβαιωθώ θα πάω να σφάξω κι άλλα |
Μη λυπηθείς τη ζάχαρη αφού γλυκό τον πίνω, καφές σαν πικραμύγδαλο στην μπάντα τον αφήνω |
Της γειτονιάς ο πετεινός πάει με τσ' όρνιθες μας αχι να πήγαινα κι εγώ με τις γειτόνισσες μας |
Πρέπει να ήσουν τυχερή τα ρούχα να γαζώνεις να μην γλακάς στα λιόφυτα ελιές για να μαζώνεις. |
Η μάνα σου κι η μάνα μου, μαζί εκουβεντιάζαν, αχ και να λέγανε για μας, να μας αρραβωνιάζαν |
Τσι μαντινάδες φίλε μου λέγε τις τσίμα τσίμα να μη σε δέσω παρά 'κει να στέκεις σα το χτήμα |
Όντες γεράσει ο άνθρωπος, μειώνετε το φως του, θαρρεί πως κατουρεί μακριά,μα κατουρεί ομπρώς του |
ΡΑΒΔΙΖΩ ΚΑΙ ΣΕ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΠΑΡΕ ΜΙΑ ΒΕΡΓΑ ΚΑΙ ΕΛΑ ΜΟΥ ΧΟΥΝΕ ΜΕΙΝΕΙ ΑΡΑΒΔΙΣΤΑ ΚΟΝΤΑ 10 ΜΟΥΡΕΛΑ |
Lux ησουν στο χωριό και ηλεκτρικό στη Χώρα και προβολείς των Αθηνών μα λύχνος είσαι τώρα. |
ΣΤΟ 4 ΕΠΙ 4 ΘΑ ΒΑΛΩ ΚΟΤΣΑΔΟΡΟ ΝΑ ΒΟΛΟΣΕΡΝΩ ΤΟ ΚΡΙΓΙΟ ΝΑ ΣΟΥ ΤΟΝ ΚΑΝΩ ΔΩΡΟ |
Σαν κάμει ο σκύλος τον λαγό, σύντεκνο και κουμπάρο, ετότεσας μικρούλα μου, θαν έρθω να σε πάρω |
ΕΙΜΑΙ ΨΑΡΑΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΙ ΣΟΥΠΙΑ ΝΑ ΣΕ ΕΙΧΑ ΣΤΟ ΤΗΓΑΝΙ ΜΑ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ Η ΦΟΚΙΑ ΜΕ ΠΕΙΡΑΖΕΙ |
Ρόδον της πρώτης άνοιξης όποιος σε δει ανασταίνει, κι όποιος σε κάνει ταίρι του ποτέ του δεν πεθαίνει. |
Αμάξι δίχως κάνγκελα αυτό δεν είν'αμάξι άμα θα βαλείς τον κρυγιό πως θα τον εβαστάξει; |
Γενού πουλί μου λεμονιά να γίνω εγώ το χιόνι να λυώνω να δροσίζoνται οι τρυφεροί σου κλώνοι |
Αν σκεφτείς να παντρευτείς βρες τόνε μονάχη σου γιατί στον τοίχο θα χτυπάς μετά την κεφάλι σου |
Σου το 'χω πει χίλιες φορές ασ' τα ρηχά τα πιάτα βάλε μου λάδι μπόλικο και ξύδι στη σαλάτα |
Δεν τα φοβούμαι τα ΕΚΑΜ ας είναι και χιλιάδες γιατί είναι οι φίλοι μου βοσκοί μα είναι και φονιάδες |